φασιανός

φασιανός
Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται πως είχε βρεθεί στον ποταμό Φάση, στην Κολχίδα. Το σώμα του, λεπτό και κομψό, μπορεί να φτάσει, στα αρσενικά, τα 80 εκ., και το φτέρωμά του έχει κοκκινόξανθες, χρυσαφιές και μαύρες βούλες. Το θηλυκό είναι μικρότερο και λιγότερο εντυπωσιακό. Ο φ. κατασκευάζει μια υποτυπώδη φωλιά σε μια κοιλότητα του εδάφους, κι εκεί γεννά 10-15 αβγά, λίγο μικρότερα από της κότας, με σκούρο ελαιώδες χρώμα. Η επώαση, που την κάνει μόνο το θηλυκό, διαρκεί 25 μέρες και τα μικρά αρχίζουν να πετούν ύστερα από περίπου δύο βδομάδες. Ο φ. είναι επιδημητικός και ζει μόνος ή κατά κοπάδια σε θαμνώδεις εκτάσεις και σε δάση, όπου τρέφεται με φυτά, έντομα και σκουλήκια. Τρέχει εύκολα ανάμεσα στα ψηλά χόρτα, αλλά δεν πετάει καλά. Δεν είναι και πολύ έξυπνος και δεν μπορεί να αμυνθεί από τους εχθρούς του: αλεπούδες, κουνάβια και αρπακτικά πουλιά. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής, το αρσενικό βγάζει συχνά μια δυσάρεστη βραχνή κραυγή. Στην Ελλάδα συναντάται κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη. Άλλα είδη φ., επίσης με εντυπωσιακό φτέρωμα, είναι ο περιλαιμιόμορφος (phasianus torquatus), ο ποικιλόχρους (phasianus versicolor) με ανοιχτό πράσινο φτέρωμα, ο κερασφόρος (tragopan satyra), που ζει στα ορεινά δάση της Ινδίας και έχει στο κεφάλι του δυο ανορθούμενες κρεατώδεις αποφύσεις, ο μεγάλωτος (crossoptilum auritum), που έχει στο κεφάλι δυο λοφία με ίσια φτερά σαν αυτιά, ο αργουσιανός (Argusianus argus), ο μεγαλύτερος από όλους, μήκους περίπου 2 μ., που ζει από την Ταϊλάνδη έως τη Σουμάτρα και ο αργυρόχρους (lophura diardi), που ζει στα υψίπεδα της νοτιοανατολικής Ασίας. Ονομάζεται επίσης φ. το είδος lyrurus tetrix, που ανήκει όμως στους τετραονίδες. Ο κοινός ή κολχικός φασιανός (phasianus colchicus) κατάγεται από την Aσia, αλλά σήμερα είναι αρκετά διαδομένος και στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι φασιανοί, εξαιτίας της νόστιμης σάρκας τους, διώκονται από τους κυνηγούς, γι’ αυτό έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία τους. Ευρωπαϊκός φασιανός. Οι φασιανοί, εξαιτίας της νόστιμης σάρκας τους, διώκονται από τους κυνηγούς, γι’ αυτό έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία τους. Ευρωπαϊκός φασιανός.
* * *
ο / φασιανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, και γενική ονομασία πολλών ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, πιο μεγαλόσωμων από τις πολύ συγγενικές τους πέρδικες και από τα ορτύκια, κοινώς, σήμερα, γνωστό και ως φαζάνι ή αγριόκοτα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Φάσιο
2. φρ. «φασιανὸς ἀνήρ» — ο συκοφάντης (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φάσις, ποταμός τής Κολχίδας + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Καυκασ-ιανός). Τη λ. ως ονομ. πτηνού δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasianus). Η σημ. «συκοφάντης» στη φρ. φασιανὸς ἀνήρ με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φασιανός — from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — φᾱσιᾱνός , φασιανός from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φασιανόν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc sg Φασιανός from the river Phasis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοί — Φασιανός from the river Phasis masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοῦ — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανούς — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανῶν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοφασιανός — ὀρνιθοφασιανός, ὁ (Μ) ο φασιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φασιανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”